σφαιράνθεμο

σφαιράνθεμο
το, Ν
βοτ. παλαιότερη ονομασία τού γένους φυτών γκλομπουλάρια ή γλοβουλαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ-άνθεμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαιριάνθιο — το, Ν βοτ. σφαιράνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλην. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. globularia (< λατ. globulus «σφαιρίδιο» + κατάλ aria). Η λ., στον λόγιο τ. σφαιριάνθιον, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκνκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • σφαιριανθές — το, Ν βοτ. σφαιράνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίο(ν) + ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ ανθές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”